Ο ΧΟΡΟΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΚΡΗΤΗ

 

Σύμφωνα με την παράδοση των αρχαίων Ελλήνων, ο χορός πρωτοεμφανίστηκε στην Κρήτη, όπου αναπτύχθηκε ως τέχνη, κάτω από θεία έμπνευση και καθοδήγηση, και από εκεί διαδόθηκε στον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο.  Πιστευόταν ότι οι αρχαιότεροι χοροί ήταν αυτοί των Κουρητών, που πρώτοι στο κόσμο τους διδάχθηκαν από την ίδια τη Ρέα, τη μητέρα του Δία.  Σύμφωνα με την αρχαιοελληνική γραμματεία ο πιο φημισμένος χορός των Κουρητών ήταν ο «πυρρίχιος» και με τη γενική ονομασία «πυρρίχη» χαρακτηρίζονταν όλοι οι πολεμικοί χοροί της αρχαιότητας.  Οι πηγές μας πληροφορούν ότι, με τα χρόνια ο χορός εξαπλώθηκε σε όλη την Ελλάδα και η κάθε πόλη που άρχιζε να τον χορεύει, δίνοντάς του και διαφορετικό όνομα, φιλοδοξούσε την πατρότητά του.  Από το 300 μ.Χ. τον «πυρρίχιο» αρχίζουν να χορεύουν και οι    γυναίκες και από τότε κάποιες παραλλαγές του παίρνουν χαρακτήρα χορού ερωτικού.

           

Ιδιαίτερα ονομαστοί στην Κρήτη, από τη μινωική εποχή, ήταν επίσης οι τελετουργικοί κυκλικοί χοροί, κλειστοί και ανοιχτοί, ως απαραίτητα στοιχεία των θρησκευτικών τελετουργιών.  Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι οι Κρήτες είχαν εφεύρει αυτού του είδους τις τελετουργίες με τους συρτούς χορούς, που χορεύονταν κατά τη διάρκεια θυσίας γύρω από το βωμό. Η πλουσιότατη μουσικοχορευτική κληρονομιά της Κρήτης, η οποία διαμορφώθηκε και επιβίωσε μέχρι τους νεότερους χρόνους, αναπτύχθηκε ως συνέχεια της αρχαιότερης τοπικής και συμπληρώθηκε επηρεασμένη από τις μακρόχρονες ιστορικές περιπέτειες του νησιού.

 

 

ΟΙ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΙ ΧΟΡΟΙ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

 

     Στη ζωντανή χορευτική κληρονομιά της Κρήτης περιλαμβάνονται είκοσι περίπου παραδοσιακοί χοροί.  Από αυτούς, στις μέρες μας, άλλοι έχουν παγκρήτια και άλλοι τοπική μόνο διάδοση.  Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν: η «σούστα Ρεθύμνου», ο «σιγανός», ο «μαλεβιζώτης» ή «καστρινός πηδηχτός», ο «χανιώτικος συρτός» και το «πεντοζάλι».  Να σημειωθεί, πάντως, ότι και οι χοροί αυτοί (πλην του «σιγανού»), μέχρι το 1930, ήταν περιορισμένης διάδοσης.  Πιο συγκεκριμένα η «σούστα Ρεθύμνου» ήταν γνωστή στον ομώνυμο νομό, ο «μαλεβιζιώτης» στο νομό Ηρακλείου και ο «χανιώτικος συρτός» και το «πεντοζάλι» στο νομό Χανίων.

 

     Οι υπόλοιποι, λιγότερο γνωστοί χοροί είναι: Ο «πηδηχτός Μυλοποτάμου» που τον συναντάμε στην εν λόγω επαρχία, η «γιτσικιά σούστα»  η «γλυκομηλίτσα» και το «ρόδο»  στην επαρχία Κισσάμου, ο «φτερωτός συρτός» ή «ντάμα» ή «πάσο» (βηματική παραλλαγή του χανιώτικου συρτού με διαφοροποιημένη τη χορογραφία του) σε μερικά χωριά των νομών Χανίων και Ρεθύμνου, ο «απανωμερίτης» και το «μικρό-μικράκι» σε επαρχίες των νομών Ρεθύμνου και Ηρακλείου, ο «κουτσαμπαδιανός» και ο «τριζάλης»  στην  επαρχία Αμαρίου Ρεθύμνου,  ο «σιγανός» στους νομούς Ρεθύμνου, Ηρακλείου και Λασιθίου, ο «μπραμιανός-πρινιώτης», ο «αγκαλιαστός» και ο «ζερβόδεξος» στις επαρχίες Ιεράπετρας και Μιραμπέλλου, ο «λασιθιώτικος πηδηχτός» (και οι παραλλαγές του «στειακός» στη Σητεία και «ιεραπετρίτικος» στην Ιεράπετρα), και ο «λαζότης»  σε  διάφορες περιοχές του νησιού.   

 

     Οι πηδηχτοί χοροί: σούστα Ρεθύμνου, πεντοζάλι, η γιτσικιά σούστα ή ρουματιανή, πηδηχτός Μυλοποτάμου, μαλεβιζώτης, λασιθιώτικος πηδηχτός και «μπραμιανός-πρινιώτης» μπορούμε να πούμε πως αποτελούν απόηχους των χορών των Κουρητών ή των χορών της πυρρίχης ως παραλλαγές ή άλλες ονομασίες τους, μετασχηματισμένες στο πέρασμα των αιώνων.

 

     Η «σούστα Ρεθύμνου», ο αντικριστός ερωτικός χορός της Κρήτης, που χορεύεται από ένα ή περισσότερα ζευγάρια, ενσωματώνει πλήθος στοιχείων από τον αρχαίο πυρρίχιο.  Τα βασικά βήματα του χορού, που μοιάζουν με πηδηματάκια και κάνουν τα σώματα των χορευτών σα να ωθούνται από κάποιο ελατήριο, φαίνεται πως ήταν ο λόγος που ο χορός, κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας (1204-1669), μετονομάστηκε σε «σούστα» από την ιταλική  λέξη susta, που σημαίνει ελατήριο, έλασμα.

 

     Το τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα πληροφορούμαστε ότι στην Κωνσταντινούπολη, κυρίως οι γυναίκες, χόρευαν ένα χορό, που τον έλεγαν «καντιότ» ή «ελληνικό χορό».  Η ονομασία «καντιότ» προέρχεται από την ιταλική ονομασία του Ηρακλείου, «Candia» που είχε επικρατήσει να σημαίνει και όλη την Κρήτη μετά το 1204 που την κατέλαβαν οι Βενετοί.  Ίσως, ο «απανωμερίτης», ο γυναικείος χορός της κεντρικής Κρήτης να απηχεί την «καντιότ», με την οποία παρουσιάζει πολλά κοινά στοιχεία, και κατ’ επέκταση έναν αρχαιότατο μινωικό χορό, ως εκφραστική επιβίωση του.

 

     Κατά την παράδοση, ο χορός «τριζάλης» είναι ο γυναικείος πολεμικός χορός της Κρήτης που φανερώνει τη συμμετοχή της γυναίκας στον πόλεμο μα και τη συμπαράστασή της στον άνδρα πολεμιστή.

 

     Ο σύγχρονος κρητικός συρτός, περισσότερο γνωστός ως «χανιώτικος συρτός», λέγεται ότι διαμορφώθηκε, πιθανόν μετασχηματίζοντας τα βήματα κάποιου παλαιότερου συρτού χορού, στα μέσα του 18ου αιώνα στην επαρχία Κισσάμου Χανίων.  Ας σημειωθεί ότι ο χορός χρησιμοποιείτο, σύμφωνα με τα αρχαία έθιμα, ως απαραίτητο στοιχείο έκφρασης και εμψύχωσης και σε πολεμικές περιστάσεις.  Κατά τη λαϊκή πίστη η συνοδευτική μουσική του χανιώτικου συρτού στηρίχτηκε πάνω σε δύο μελωδίες, τις οποίες είχαν συνθέσει, τηρώντας το αρχαίο αυτό έθιμο, οι Κρήτες εθελοντές μαχητές, τελευταίοι υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης, στα 1453 και τις οποίες  αυτοί που σώθηκαν επιστρέφοντας τις έφεραν στην Κρήτη. 

 

Η πρώτη μουσική εκτέλεση του χορού αποδίδεται στον Κισσαμίτη βιολάτορα Στέφανο Τριανταφυλλάκη ή Κιώρο από τις Λουσακιές Κισσάμου.  Ο χανιώτικος συρτός διαδόθηκε στην υπόλοιπη Κρήτη την περίοδο του Μεσοπολέμου, αποκτώντας παραλλαγές στο ύφος και την έκφραση

 

  

 Είναι χορός μοναδικός και παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, λόγω του ξεχωριστού χορευτικού τρόπου απόδοσής του στην Επαρχία Κισσάμου, όπου στον κύκλο του χορού χορεύουν πάντα οι εκάστοτε δύο πρώτοι (βλ. φωτ.) και του πολύ μεγάλου αριθμού συνοδευτικών μελωδιών (μουσικών σκοπών), δημιουργήματα σπουδαίων μουσικών του 19ου και του 20ου αιώνα. 

 

 

     Ο «σιγανός» είναι χορός αργός, ίσως γι αυτό ονομάστηκε έτσι.  Στις μέρες μας τον χορεύουν άνδρες και γυναίκες σε κάθε γλέντι.  Παλαιότερα, όμως, χορευόταν κυρίως από γυναίκες.  Κατά την παράδοση, επί Τουρκοκρατίας οι αγάδες συνήθιζαν να καλούν τις οικογένειες των Κρητικών σε δήθεν γλέντια, για να βάζουν τις γυναίκες και τις κόρες τους να χορεύουν στους οντάδες τους.  Στο πάτωμα, όμως, έριχναν ρόβι για να γλιστρούν, να πέφτουν κάτω, να τις γελοιοποιούν και να τις προσβάλουν.  Οι Κρητικοί, για να μην γίνεται  το κέφι των Τούρκων, έλεγαν στους οργανοπαίχτες, που επί το πλείστον ήταν Χριστιανοί, να παίζουν το «σιγανό».  Να σημειωθεί ότι δεν ξέρουμε αν ο χορός αυτός προϋπήρχε ή διαμορφώθηκε τότε για το σκοπό  αυτό.  Ο σιγανός χορεύεται με παραλλαγές στη λαβή, το βηματισμό και τη μουσική σε όλη την Κρήτη εκτός του νομού Χανίων.

 

  Στην Ανατολική Κρήτη λέγεται «ξενομπασάρης» (επαρχία Ιεράπετρας) ή «μανά» επειδή όταν τραγουδιούνται οι μαντινάδες λέγεται το τσάκισμα «για το Θεό μανά μου».  Στην κατηγορία των συρτών χορών ανήκουν επίσης οι χοροί «ρόδο» που μέχρι πριν μερικά χρόνια χορευόταν μόνο στις Λουσακιές Κισσάμου, και «μικρό-μικράκι».

 

 

     Το «πεντοζάλι» (κατά την προφορική παράδοση και όπως αυτή καθίσταται πλέον ιστορική, λόγω των πολλών στοιχείων που συμφωνούν με το επικαλούμενο αιτιολογικό υπόβαθρο διαμόρφωσής του) έλαβε τη σημερινή μουσικοχορευτική μορφή και ονομασία του κατά την περίοδο της επανάστασης του Δασκαλογιάννη στα 1770-71, ίσως  μετασχηματίζοντας έναν παλαιότερο πυρρίχιο ή υπορχηματικό χορό.  Ονομάστηκε «πεντοζάλι» -το (και όχι πεντοζάλης -ο ), γιατί συμβολίζει το πέμπτο ζάλο (βήμα), δηλαδή όπως λέγεται την πέμπτη κατά σειρά ευκαιρία - ελπίδα - απόπειρα για απελευθέρωση της Κρήτης από τους Τούρκους.  Έχει δέκα βήματα, σε ανάμνηση της 10ης Οκτωβρίου του 1769, οπότε λήφθηκε η απόφαση των Σφακιανών για την πραγματοποίηση της επανάστασης, και η μουσική του αποτελείται από δώδεκα μουσικές φράσεις (γυρίσματα-σκοπούς), προς τιμήν των δώδεκα πρωτεργατών της εξέγερσης.  Σύμφωνα με τις διασωζόμενες μαρτυρίες, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960 οι κάτοικοι των επαρχιών Κισσάμου και Σελίνου όταν χόρευαν πεντοζάλι στο άκουσμα κάθε σκοπού της μουσικής του χορού, φώναζαν το όνομα του καπετάνιου που αντιστοιχούσε η μουσική πρόταση, τιμώντας έτσι τη μνήμη του Δασκαλογιάννη των βασικών συνεργατών  του και της εξέγερσής των.  (Περισσότερα για το πεντοζάλι μπορείτε να διαβάσετε στο φάκελο εισηγήσεις – ομιλίες, στην σχετική εισήγηση.)

  

     Ανάμεσα σε αυτούς που συμμετείχαν στην επανάσταση του Δασκαλογιάννη, στα 1770-71, ήταν και ο σπουδαίος οπλαρχηγός Ιωσήφ Δασκαλάκης ή Σηφοδασκαλάκης (πατήρ) από την Αμπαδιά Ρεθύμνου.  Ο Σηφοδασκαλάκης ήταν από αυτούς που επέζησαν του αγώνα, αλλά έμεινε χωλός στο αριστερό του πόδι. Κατά την παράδοση, τα επόμενα χρόνια ο καπετάν Σήφης θέλησε να χορέψει «πεντοζάλι».  Οι μουσικοί και οι χορευτές τον τίμησαν προσαρμόζοντας το ρυθμό της μουσικής του «πεντοζαλιού» και τα βήματα του χορού, αντίστοιχα, στα ζάλα ενός  κουτσού άνδρα.  Εκείνος, παρ’ ότι κουτσός, χόρεψε και ο χορός του  έμεινε στην παράδοση της επαρχίας Αμαρίου ως «κουτσαμπαδιανός» ή «κα(ρ)τσιμπα(ρ)διανός», για να θυμούνται όλοι το χορό του κουτσού από την Αμπαδιά, Σηφοδασκαλάκη.

 

 

     Ο «αγκαλιαστός» είναι χορός απλός, περπατητός και  χορεύεται σε εύθυμες περιστάσεις.  Το όνομά του το πήρε από το ιδιόμορφο πιάσιμο των χορευτών, που μοιάζει να αγκαλιάζει κάθε χορευτής τον μπροστινό του.  Ο μουσικός ή η «πλουμίστρα» (μια γυναίκα με πείρα στο χορό αυτό που  πιάνει στην αρχή του κύκλου) «πλουμίζει», δηλαδή «στολίζει», κάθε χορευτή και χορεύτρια με επαινετικά ή πειραχτικά δίστιχα και ταυτόχρονα εξελίσσεται η διαδικασία του αγκαλιάσματος.  Ο χορός συνεχίζεται και ακούγονται με ανταποδοτικές μαντινάδες από όλους τους συμμετέχοντες.

 

 

     Η εναλλασσόμενη φορά του «ζερβόδεξου», μία μπροστά μία πίσω ή αλλιώς μία ζερβά (αριστερά) μία δεξιά, είναι ο λόγος που ο χορός ονομάζεται έτσι.  Με το ξεκίνημα της μουσικής όλοι χορεύουν πηγαίνοντας προς τα εμπρός.  Όταν ο  μουσικός, βιολιστής ή λυράρης, κάνει με το δοξάρι  του ένα χαρακτηριστικό και κοφτό ήχο σαν στριγγλιά, τότε όλοι οι χορευτές αλλάζουν φορά.  Έτσι ο πρώτος γίνεται τελευταίος και ο τελευταίος πρώτος.  Οι παλιοί οργανοπαίχτες συνήθιζαν να παίζουν το χορό αυτό στα γλέντια όταν ήθελαν να τονώσουν το κέφι.  Μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κωμικός χορός ή και χορός παιχνίδι.

 

 

     Ο «λαζότης» είναι ένας εύθυμος κρητικός χορός που διαμορφώθηκε με βάση δύο χορούς των Ποντίων, τους «ομάλ απλό» και «τικ σο γόνατον».  Συνηθίζεται να χορεύεται την περίοδο της Αποκριάς, όπως και τόσοι άλλοι «εξωτικοί» χοροί ανά την Ελλάδα (Ντουρνεράκια, Αράπης, Ζεϊμπέκια κλπ).  Ο χορός προέκυψε είτε από την επαφή των Κρητών με τους Ποντίους, κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είτε από Πόντιους (Λαζούς) που βρέθηκαν στην Κρήτη τον 19ο αιώνα.

 

 

     Από τους χορούς που αναφέραμε σε άλλους συνηθίζονται οι «αυτοσχεδιασμοί» του «πρωτοσύρτη» και σε άλλους όχι.  Εκείνο που πρέπει να τονισθεί  είναι ότι, ο κάθε χορός έχει τις δικές τους λαογραφικές επιταγές, οι οποίες υπαγορεύουν τους ιδιαίτερα ξεχωριστούς σε ύφος και κίνηση αυτοσχεδιασμούς, δηλαδή χορευτικούς σχηματισμούς (φιγούρες), που πρέπει να εκτελέσει με μέτρο και συνέπεια ο πρωτοσύρτης, εφόσον τους γνωρίζει ή τους εμπνευστεί, και χωρίς να χρησιμοποιήσει κινήσεις από τους χορευτικούς αυτοσχεδιασμούς άλλων χορών.

 

 

 

Αποσπάσματα από το βιβλίο του Ιωάννη Τσουχλαράκη «ΟΙ ΧΟΡΟΙ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ, μύθος, ιστορία, παράδοση», Αθήνα 2000, (Α’ ΕΠΑΙΝΟΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΑΘΗΝΩΝ)